μάλα

μάλα
(Α μάλα)
επίρρ. νεοελλ. (ενάρθρως) τα μάλα
πάρα πολύ, σε πολύ μεγάλο βαθμό
αρχ.
1. σε μεγάλο βαθμό, πολύ (α. «ἄνδρα μοι ἔννεπε, μοῡσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη», Ομ. Οδ.
β. «μάλ' εὖ ἄμουσοι», Πλάτ.
γ. «θώματα δὲ γῆ ἡ Λυδίη ἐς συγγραφὴν οὐ μάλα ἔχει», Ηρόδ.)
2. πολλές φορές χρησιμοποιείται για επίταση ισχυρισμού ο οποίος εκφράζεται από μια πρόταση («Γλαῡκε πέπον, πολεμιστὰ μετ' ἀνδράσι, νῡν σε μάλα χρὴ αἰχμητήν τ' ἔμεναι καὶ θαρσαλέον πολεμιστήν», Ομ. Ιλ.)
3. στην αρχή πρότασης χρησιμοποιείται και ως βεβαιωτικό για να δώσει έμφαση («ἦ μάλα δή τινα Κύπρις Ἀχαιϊάδων ἀνιεῑσα Τρωσὶν ἅμ' ἑσπέσθαι», Ομ. Ιλ.)
4. φρ. α) «μάλα γε» ή «μάλα τοι» ή «καὶ μάλα» ή «καὶ μάλα γε» ή «καὶ μάλα δή» — βεβαίως, μάλιστα
β) «μάλα πάντα» — όλα ανεξαιρέτως
γ) «μάλα μόλις» — μόλις και μετά βίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. μάλα (πρβλ. δίχα, κρύφα, λάθρα) ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη βαθμίδα *ml- της ΙΕ ρίζας *mel- «μεγάλος, δυνατός, πολύς, ωραίος» (πρβλ. λατ. multus «πολύς», λεττον. milus «πολύ»). Ο συγκριτικός βαθμός τού επιρρ., μᾶλλον, σχηματισμένος όπως το συγκριτικό τού επιρρ. τάχα, θᾱσσον, εμφανίζει μακρό -- αντί τού αναμενόμενου -- (πρβλ. λατ. melius, συγκριτικός τού επιθ. bonus «ωραίος»). Ο τ. συνδέεται πιθ. με το επίθ. μαλερός* «ορμητικός, βίαιος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μάλα — very indeclform (adverb) μάλᾱ , μάλη arm pit fem nom/voc/acc dual μάλᾱ , μάλη arm pit fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάλα — Μάλᾱ , Μάλης masc nom/voc/acc dual Μάλης masc voc sg Μάλᾱ , Μάλης masc gen sg (doric aeolic) Μάλης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλά — μᾱλά , μαλός white neut nom/voc/acc pl μᾱλά̱ , μαλός white fem nom/voc/acc dual μᾱλά̱ , μαλός white fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μᾶλα — μᾶλον neut nom/voc/acc pl μῆλον 2 apple neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαλὰ μακρία γνουν ὀλίγον. — См. У бабы волос долог, да ум короток …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Μείδησε δὲ θυμῶ Σαρδάνιον μάλα τοῖον. — μείδησε δὲ θυμῶ Σαρδάνιον μάλα τοῖον. См. Сардонический смех …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πολλάκι καὶ κηπουρὸς ἀνὴρ μάλα καίριον εἴπεν. — См. Временем и дурак правду скажет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πολλάκι γαρ καὶ μωρὸς ἀνὴρ μάλα καίριον εἴπεν. — См. Временем и дурак правду скажет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Μάλαπερ — Μάλᾱ , Μάλης masc nom/voc/acc dual Μάλα , Μάλης masc voc sg Μάλᾱ , Μάλης masc gen sg (doric aeolic) Μάλα , Μάλης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάλαπερ — μάλα , μάλα very indeclform (adverb) μάλᾱ , μάλη arm pit fem nom/voc/acc dual μάλᾱ , μάλη arm pit fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”